απολουσίδι

απολουσίδι
το [λουσίδι]
το βρόμικο νερό που μένει μετά το λούσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίχυμα — το, ΝΜΑ [περιχέω] το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι αρχ. 1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη 2. το απολουσίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”